- βρυχᾷ
- βρυχάομαιroarpres subj mp 2nd sgβρυχάομαιroarpres ind mp 2nd sg (epic)βρυχήgnashingfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Brouhaha — A brouhaha is a noisy clamorous response to a stimulus, produced by a crowd. It can also refer to the reaction expressed over a period of time to an event. It usually carries negative connotations, the uproar being an utterance of discontent,… … Wikipedia
Бру-га-га — Основная статья: Смех Бру га га (фр. brouhaha «обвальный хохот, шквал хохота») звукоподражание; междометие, используемое в литературе и повседневной жизни во многих языках мира, означает шумную, нередко негативную реакцию толпы… … Википедия
βούρκος — και βούλκος, ο, πληθ. οι βούρκοι και βούλκοι, τα βούρκα και βούλκα και βούλουκα (Μ βοῡρκος, ο) λάσπη, βόρβορος νεοελλ. ηθικός βόρβορος, ανηθικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς < μσν. βούρκος, πιθ. < αρχ. *βρυξ, αιτ. βρύχα «πυθμένας… … Dictionary of Greek
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek